τιμαριωτισμός

τιμαριωτισμός
ο, Ν
1. κοινωνικό και διοικητικό σύστημα, συγγενικό με τη φεουδαρχία, βασιζόμενο στα τιμάρια, το οποίο αναπτύχθηκε κυρίως κατά την ακμή τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
2. (στη Δύση) φεουδαλισμός, φεουδαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τιμαριωτισμός — ο πολιτικό σύστημα που χωρίζει τη χώρα σε τιμάρια και ρυθμίζει έτσι την κοινωνική ιεραρχία, η φεουδαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμαριωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τιμάριο («τιμαριωτικό σύστημα» ο τιμαριωτισμός). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — φεουδαλισμός, ο και φεουδαρχισμός, ο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα που κατανέμει τις εκτάσεις μιας χώρας σε φέουδα (βλ. λ.), σε τιμάρια (σε αντίθεση με τον αστισμό και τον κομουνισμό), ο τιμαριωτισμός, η φεουδαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεουδαρχία — η κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό καθεστώς που επικράτησε το μεσαίωνα στη Δύση και διαιρούσε τη διοίκηση σε φέουδα, ο φεουδαρχισμός, ο τιμαριωτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”