- τιμαριωτισμός
- ο, Ν1. κοινωνικό και διοικητικό σύστημα, συγγενικό με τη φεουδαρχία, βασιζόμενο στα τιμάρια, το οποίο αναπτύχθηκε κυρίως κατά την ακμή τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας2. (στη Δύση) φεουδαλισμός, φεουδαρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.